- ασβέστιος
- -ία, -ιον [άσβεστος]αυτός που περιέχει άσβεστο («ασβέστιον ύδωρ» — ασβεστόνερο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek